Σύμφωνα, με την παρ. 3 του άρθρου 83 του π.δ. 26/2012 «Κωδικοποίηση σ” ενιαίο κείμενο των διατάξεων της νομοθεσίας για την εκλογή βουλευτών» (Α’57), παρέχεται το δικαίωμα σε κάθε εκλογέα με σωματική αδυναμία να απευθύνεται στον αντιπρόσωπο της δικαστικής αρχής ή σε μέλος της εφορευτικής επιτροπής, οι οποίοι είναι υποχρεωμένοι να τους βοηθήσουν κατά την ψηφοφορία.
Υπενθυμίζεται ότι οι εκλογείς με αναπηρία ψηφίζουν πάντοτε με απόλυτη προτεραιότητα.
Ειδικά για τις περιπτώσεις των εκλογέων με κινητικές αναπηρίες, οι οποίοι χρησιμοποιούν αναπηρικό αμαξίδιο ή άλλο συναφές μηχάνημα, παρατηρούνται δυσκολίες, όταν στα εκλογικά καταστήματα δεν υπάρχουν ράμπες, ανελκυστήρες ή άλλα μέσα που να εξασφαλίζουν την πρόσβαση στην αίθουσα ψηφοφορίας.
Στην περίπτωση αυτή, ο αντιπρόσωπος της δικαστικής αρχής καλείται να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να διευκολύνει τους εν λόγω εκλογείς κατά την προσέλευσή τους στο εκλογικό τμήμα. Για το σκοπό αυτό, μπορεί να ζητήσει τη συνδρομή των μελών της εφορευτικής επιτροπής, της φρουράς του καταστήματος, εάν υπάρχει, ή ακόμη και των εκλογέων.
Ως τέτοιο μέτρο θα μπορούσε να είναι η προσωπική μέριμνα του αντιπροσώπου της δικαστικής αρχής και ενός μέλους της εφορευτικής επιτροπής, που επιλέγεται, να παραδώσουν στον εκλογέα φάκελο με σφραγίδα και μονογραφή, καθώς και πλήρη σειρά ψηφοδελτίων, ώστε αυτός να αποσυρθεί σε κατάλληλο, προσιτό σ” αυτόν, χώρο του ίδιου κτιριακού συγκροτήματος (π.χ. του ισογείου χώρου) για να ψηφίσει.
Στη συνέχεια, ο εκλογέας παραδίδει τον κλειστό φάκελο με την ψήφο του στον αντιπρόσωπο της δικαστικής αρχής, και εκείνος τον ρίχνει στην κάλπη του εκλογικού τμήματος, στους εκλογικούς καταλόγους του οποίου είναι εγγεγραμμένος ο εκλογέας που ψήφισε.
Επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια των δικαστικών αντιπροσώπων να αναζητήσουν και άλλες λύσεις, αρκεί να διασφαλισθεί η απρόσκοπτη άσκηση του εκλογικού δικαιώματος των εκλογέων αυτών.