Αποκριά στην Αθήνα του κορυφαίου Έλληνα ζωγράφου του 19ου αιώνα Νικόλαου Γύζη 1842-1901. Νικόλαος Γύζης: «Λοιπόν ας ελπίζωμεν και ας ζητούμεν να είμεθα εύθυμοι!» |
Αποκριά στην Αθήνα
του κορυφαίου Έλληνα ζωγράφου του 19ου αιώνα Νικόλαου Γύζη 1842-1901.
Απ' το παράθυρο στα βάθη μακριά,
Ο κάμπος ξεχωρίζει,
Και φαίνεται η αποκριά
Μέσα στο δρόμ' όλη βοή που τριγυρίζει
Είν' ο καιρός όπου τρελή γιορτάζ' η χώρα,
Και σιέται η μυγδαλιά με κάλλη ανθοφόρα.
Φτωχός ο κάμπος μας, μα όχι και γυμνός,
Αφού είν' ασπροντυμένος.
Μοιάζει με νιο που αχαμνός
Κι απ' την αρρώστια κάτασπρος ειν' ο καημένος.
Στο δρόμο άμαξες, μεθύσι, προσωπίδες,
Και ρίχνει ο ουρανός βροχής ρανίδες.
Τι τάχα να είσαι θλιβερή, ψιλή βροχή,
Που αργά κι αγάλι 'γαλι
Μας έρχεσαι την εποχή
Που τα νυφιάτικα η μυγδαλιά έχει βάλει;
Η φύσις κλαίει τη χειμωνιά που την παγώνει,
Ή κλαίει από χαρά στο Μάρτη που σιμώνει;
Σ' εκείνο το παράθυρο μπροστά κρατεί
Η μάννα το παιδί της,
Πότε του δείχνει τη γιορτή,
Πότε την εξοχή με τη λευκή στολή της.
Αποκριάς χαρά φωτίζει τ' αγγελούδι,
Κι η μάννα είν' έμορφη, σα μυγδαλιάς λουλούδι.
Ρίχνει τα μάτια της και βλέπει τα βουνά
Μ' ολόχιονο φουστάνι,
Και με το νου της αρχινά
Και χίλιους μύριους στοχασμούς άθελα κάνει,
Λιγάκι θλιβερούς σα νέφη του Φλεβάρη,
Μα πάντα καθαρούς, σαν του χιονιού τη χάρη.
Γιατ' είναι μάνα με μυαλό και με καρδιά,
Και είναι η ζωή της
Λουλούδι με τριπλή ευωδιά
Που της σκορπά ο Θεός, ο κόσμος, το παιδί της.
Την ενθυμίζ' η χειμωνιά κι η αγριάδα
Ότι κοντεύει του Μαρτιού να ρθει η λιακάδα.
Και νιώθει σαν γλυκιά μαρτιάτικη αυγή
Στα βάθη της ψυχής της,
Κι ακολουθά η συλλογή:
- Παρόμοια κι ο δυστυχής όπου η πίστις
Και τ' ουρανού η ελπίς φωλιάζει στην καρδιά του,
Νιώθει μια δύναμη γλυκιά στη συμφορά του.
Ενώ μας δέρνουνε του κόσμου τα δεινά,
Βάλσαμο η πίστη χύνει.
Κι ενώ είναι χιόνι στα βουνά,
Για ιδές η μυγδαλιά τον κάμπο πώς τον ντύνει!
Μ' απ' το παιδί μου μακριά πίκρες και πόνοι,
Και το Θεό η χαρά να του θυμίζει μόνη.
Σε τέτοιους στοχασμούς ο νους της καταντά,
Και άλλα συλλογιέται.
Μα το παιδάκι της κοντά
Στην τρέλα της αποκριάς βουτιέται.
Ξεχνά τα τόσα του παιχνίδια, και το κρύο,
Κι έχει παράπονο, και πόθους χίλιους δύο.
Μεσ' την καρδούλα του, αγάπες του χρυσές,
Σωριάζονται ωραίες
Και πλουμισμένες φορεσιές
Και μάσκες και σπαθιά και περικεφαλαίες.
Κυρίες το κοιτούν, τις ρίχνει ζαχαράτα,
Κανείς την έμορφη δεν ξέρει μασκαράτα...
Ακόμα στο παράθυρο μπροστά κρατεί
Η μάννα το παιδί της.
Ξεχνιέτ' εκείνο στη γιορτή,
Κι αυτή στην εξοχή με τη λευκή στολή της.
Αποκριάς χαρά φωτίζει τ' αγγελούδι,
Κι η μάνα είν' έμορφη σα μυγδαλιάς λουλούδι.
Ένα ποίημα του Κωστή Παλαμά για το Φεβρουάριο
Το ποίημα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΕΣΤΙΑ στις 27 Φεβρουαρίου 1883, πριν από 130 χρόνια, εμπνευσμένο από το μήνα της Αποκριάς, το Φεβρουάριο.
Αναμφισβήτητα, το ποίημα αυτό δεν μπορεί να συγκριθεί με τα αριστουργήματα του Παλαμά, έχει επιρροές από το φθίνοντα ρομαντισμό της εποχής, παρουσιάζει όμως ενδιαφέρον.