Η Διεθνής Σύμβαση του Ο.Η.Ε. για τα ανθρώπινα δικαιώματα των ΑμεΑ διαμορφώνει κοινούς άξονες δράσης για όλους τους πολίτες με αναπηρία και κατευθύνει τα κράτη για τη διαχείριση των ζητημάτων της αναπηρίας, καθορίζοντας τις υποχρεώσεις τους, υποδεικνύοντας τους μέτρα και διευκρινίζοντας την εφαρμογή τους και με βάση την οποία, σηματοδοτείται η μετάβαση από την παρωχημένη ιατρική αντίληψη για την αναπηρία στη δικαιωματική προσέγγιση της.
Το 2009 ψηφίστηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο η Διεθνής Σύμβαση του ΟΗΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα των ΑμεΑ και τον Απρίλιο του 2012 ψηφίστηκε από τη Βουλή των Ελλήνων (ν.4074/2012), γεγονός που πλέον κάνει υποχρεωτική την εφαρμογή των όσων προβλέπει η Σύμβαση σε κάθε νομοθέτημα, σε κάθε κυβερνητική –και όχι μόνο- νομοθετική πράξη που αφορά κάθε πτυχή της ζωής των ατόμων με αναπηρίες στη χώρα μας.
Τα άρθρα της Σύμβασης κατοχυρώνουν θεσμικά το σύνολο των ζητημάτων, ανεξαρτήτως κατηγορίας αναπηρίας, όπως λ.χ. το άρθρο 9 για την Προσβασιμότητα, το άρθρο 24 για την εκπαίδευση κ.ο.κ., ωστόσο υπάρχουν κάποια άρθρα που θέτουν υπό αμφισβήτηση το ισχύον θεσμικό πλαίσιο σε ζητήματα αναγνώρισης του ατόμου με αναπηρία ως υποκείμενο δικαιωμάτων και καθιστούν επιτακτική την υποχρέωση της Πολιτείας για την οριστική κατάργηση των δομών ιδρυματικού τύπου. Συγκεκριμένα το άρθρο 12: «Ίση Αναγνώριση απέναντι στο Νόμο», σύμφωνα με το οποίο ο θεσμός της Δικαστικής Συμπαράστασης έρχεται σε πλήρη σύγκρουση με τις επιταγές της Σύμβασης, αφού θέτοντας υπό πλήρη κηδεμονία ένα ενήλικο άτομο και ταυτίζοντας την δυνατότητα άσκησης των δικαιωμάτων του με την πνευματική του ικανότητα, αμφισβητούνται οι εναλλακτικοί τρόποι επικοινωνίας και έκφρασης του ατόμου, οι επιθυμίες και οι προτιμήσεις του άρα και οι επιλογές του και η υποστηριζόμενη λήψη αποφάσεων. Επιπλέον, με την εμπλοκή των νομικών και των δικαστικών αρχών προκύπτει ένα σημαντικό κόστος για τις οικογένειες των ατόμων με αναπηρία .
Στον πυρήνα της Σύμβασης, και σε άμεση συνάρτηση με το άρθρο 12, βρίσκεται και το άρθρο 19 για την Ανεξάρτητη Διαβίωση και την Ένταξη στην Κοινότητα. Βασικές αρχές του άρθρου αυτού είναι η ανεξαρτησία, η οποία δεν ταυτίζεται με την αυτάρκεια ή την αυτονομία του ατόμου άρα δεν εμποδίζεται και από τους περιορισμούς που ενδεχομένως υπάρχουν λόγω της φύσης ή της βαρύτητας της αναπηρίας, η ελευθερία της επιλογής για τον τόπο κατοικίας καθώς και η ένταξη στην καθημερινή ζωή, με προσβάσιμες εξατομικευμένες υπηρεσίες εντός των δομών που εξυπηρετούν το γενικό πληθυσμό με τις απαραίτητες εύλογες προσαρμογές.
Η συμβατότητα της ελληνικής νομοθεσίας με το σύνολο των άρθρων της Σύμβασης και η παρακολούθηση της εφαρμογής της αποτελούν το σημαντικότερο στόχο όχι μόνο της ΠΟΣΓΚΑμεΑ, αλλά ολόκληρου του εθνικού αναπηρικού κινήματος. Θεωρείται δε εξαιρετικά θετικό ότι το κανονιστικό πλαίσιο των Διαρθρωτικών Ταμείων της νέας Προγραμματικής Περιόδου διέπεται από τις αρχές και τη φιλοσοφία της και βέβαια ο Προγραμματισμός δράσης της ΠΟΣΓΚΑμεΑ για την περίοδο 2015-2019 στηρίζεται κατά κανόνα στη δικαιωματική προσέγγιση της αναπηρίας και τα όσα ορίζει η Σύμβαση, ο ν.4074/2012 και το Σύνταγμα της χώρας για τους πολίτες με αναπηρία.
Το 2009 ψηφίστηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο η Διεθνής Σύμβαση του ΟΗΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα των ΑμεΑ και τον Απρίλιο του 2012 ψηφίστηκε από τη Βουλή των Ελλήνων (ν.4074/2012), γεγονός που πλέον κάνει υποχρεωτική την εφαρμογή των όσων προβλέπει η Σύμβαση σε κάθε νομοθέτημα, σε κάθε κυβερνητική –και όχι μόνο- νομοθετική πράξη που αφορά κάθε πτυχή της ζωής των ατόμων με αναπηρίες στη χώρα μας.
Τα άρθρα της Σύμβασης κατοχυρώνουν θεσμικά το σύνολο των ζητημάτων, ανεξαρτήτως κατηγορίας αναπηρίας, όπως λ.χ. το άρθρο 9 για την Προσβασιμότητα, το άρθρο 24 για την εκπαίδευση κ.ο.κ., ωστόσο υπάρχουν κάποια άρθρα που θέτουν υπό αμφισβήτηση το ισχύον θεσμικό πλαίσιο σε ζητήματα αναγνώρισης του ατόμου με αναπηρία ως υποκείμενο δικαιωμάτων και καθιστούν επιτακτική την υποχρέωση της Πολιτείας για την οριστική κατάργηση των δομών ιδρυματικού τύπου. Συγκεκριμένα το άρθρο 12: «Ίση Αναγνώριση απέναντι στο Νόμο», σύμφωνα με το οποίο ο θεσμός της Δικαστικής Συμπαράστασης έρχεται σε πλήρη σύγκρουση με τις επιταγές της Σύμβασης, αφού θέτοντας υπό πλήρη κηδεμονία ένα ενήλικο άτομο και ταυτίζοντας την δυνατότητα άσκησης των δικαιωμάτων του με την πνευματική του ικανότητα, αμφισβητούνται οι εναλλακτικοί τρόποι επικοινωνίας και έκφρασης του ατόμου, οι επιθυμίες και οι προτιμήσεις του άρα και οι επιλογές του και η υποστηριζόμενη λήψη αποφάσεων. Επιπλέον, με την εμπλοκή των νομικών και των δικαστικών αρχών προκύπτει ένα σημαντικό κόστος για τις οικογένειες των ατόμων με αναπηρία .
Στον πυρήνα της Σύμβασης, και σε άμεση συνάρτηση με το άρθρο 12, βρίσκεται και το άρθρο 19 για την Ανεξάρτητη Διαβίωση και την Ένταξη στην Κοινότητα. Βασικές αρχές του άρθρου αυτού είναι η ανεξαρτησία, η οποία δεν ταυτίζεται με την αυτάρκεια ή την αυτονομία του ατόμου άρα δεν εμποδίζεται και από τους περιορισμούς που ενδεχομένως υπάρχουν λόγω της φύσης ή της βαρύτητας της αναπηρίας, η ελευθερία της επιλογής για τον τόπο κατοικίας καθώς και η ένταξη στην καθημερινή ζωή, με προσβάσιμες εξατομικευμένες υπηρεσίες εντός των δομών που εξυπηρετούν το γενικό πληθυσμό με τις απαραίτητες εύλογες προσαρμογές.
Η συμβατότητα της ελληνικής νομοθεσίας με το σύνολο των άρθρων της Σύμβασης και η παρακολούθηση της εφαρμογής της αποτελούν το σημαντικότερο στόχο όχι μόνο της ΠΟΣΓΚΑμεΑ, αλλά ολόκληρου του εθνικού αναπηρικού κινήματος. Θεωρείται δε εξαιρετικά θετικό ότι το κανονιστικό πλαίσιο των Διαρθρωτικών Ταμείων της νέας Προγραμματικής Περιόδου διέπεται από τις αρχές και τη φιλοσοφία της και βέβαια ο Προγραμματισμός δράσης της ΠΟΣΓΚΑμεΑ για την περίοδο 2015-2019 στηρίζεται κατά κανόνα στη δικαιωματική προσέγγιση της αναπηρίας και τα όσα ορίζει η Σύμβαση, ο ν.4074/2012 και το Σύνταγμα της χώρας για τους πολίτες με αναπηρία.
μπορείτε να δείτε αναλυτικά ανά τομέα, τον προτεινόμενο προγραμματισμό δράσης της ΠΟΣΓΚΑμεΑ, σύμφωνα με τον απολογισμό της περιόδου 2011-2015 και όσα αναφέρονται ανωτέρω, εδώ.