Καλώς μας ήλθες, άκακο πουλί χαριτωμένο
καλώς μας ήλθες, του Μαρτιού πρωτόλουβο λουλούδι!
Με πόση, να 'ξερες, κρυφή λαχτάρα περιμένω
ν’ ακούσω μες στα σύγνεφα το πρώτο σου τραγούδι!
Τόσο συνήθισα ο φτωχός να βλέπω κάθε μέρα
χαρές κι ελπίδες να πετούν, να πνίγονται στο ρέμα
του χρόνου τ’ ανυπόταχτου, π’ ακόμ’ ακόμα ψέμα
μου φαίνετ’ ότι σε θωρώ να σχίζεις τον αιθέρα
με τα σπαθάτα σου φτερά... Γλυκό μου χελιδόνι,
μας έφερες καλοκαιριά;... Όψιμο θα 'λθει χιόνι;...
Μας έπιασε λιγοψυχιά, πουλί ξενιτεμένο,
και νύκτα κι αποκάρωμα... Κανείς μας δεν ακούει
του γείτονα τ’ απόφωνα... το αίμα πετρωμένο
στην κλειδωμένη μας καρδιά, πουλάκι μου, δεν κρούει...
Πόθος κανείς, ούτ’ όνειρα... Δε νείρεται η ψυχή μας
παρά καθάριους ουρανούς, αστροφεγγιές και κύματα
χωρίς αφρούς να ξεψυχούν σε περιγιάλια μνήματα!
Καθώς η νεκροθάλασσα κι η άκαρπ’ η ζωή μας
έχει βουβό παραδαρμό... Για μια στιγμή φουσκώνει,
ξερνά τα φύκη τα νεκρά κι ύστερα μαρμαρώνει.
Πέτα, πουλάκι μου, γοργά, μη βαρεθείς το δρόμο,
κι αν εύρεις σκέπη φτωχική και πλούσιο παραθύρι,
κλειστό, σα μάτι βάρυπνο, δίπλωσ’ ευθύς στον ώμο
τα χρυσοπράσινα φτερά και γίνου ξυπνητήρι...
Και πες ότ’ ήλθ’ η άνοιξη, κι ότ’ άνοιξη δεν είναι
να κελαδούν οι πέρδικοι σιμά στη σαστικιά τους,
ούτε να νανουρίζουνε τ’ αηδόνια τη φωλιά τους
δεν είναι γάργαρα νερά, όχι, πουλί, δεν είναι
ούτε φλογέρα πιστικού, ούτε χλωρά τριφύλλια...
Πες ότ’ εδώ την άνοιξη τη φέρνουν καριοφίλια...
Κι αν στη φωνή σου τη γλυκιά δε σηκωθούν οι ευνούχοι,
πάρε, πουλάκι μου, φτερό, να βρεις παλιά λημέρια.
Σύρε να ειδείς τον Όλυμπο, τη Γκιώνα, το Βελούχι
χαιρέτησε τη Λιάκουρα και φώναξ’ ώς τ’ αστέρια.
Κι αν μείν’ η Κιάφα ακίνητη κι ο βράχος του Ζαλόγγου
δε θυμηθεί το ζωντανό, τον άγριο καταρράχτη,
που επάνωθέ του εμούγκρισε... αν μες στο Κούγκι η στάχτη
του Σαμουήλ δε θερμανθεί κι αν τα κλαριά του λόγγου
δε φορτωθούν με φλάμπουρα και δε σεισθεί η Χιμάρα,
φύγε, πουλί μου, γρήγορα, κι είναι Θεού κατάρα.
Και το πουλί ανυπόμονο, γοργό σαν την ελπίδα
αρπάζει από τον ήλιο μας μια λάμψη, μιαν αχτίδα
για να την έχει συντροφιά στο σκοτεινό του δρόμο,
και χάνεται μισουρανίς... Πες μου, γιατί με τρόμο
το γύρισμά σου καρτερώ, γλυκό μου χελιδόνι;...
Θα να `χομε καλοκαιριά;... Όψιμο θά `λθει χιόνι;...
Πηγή: Έτερα ποιήματα 1872-1878
Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης γεννήθηκε το 1824 στη Λευκάδα και απεβίωσε στη γενέτειρά του το 1879 .Ήταν επικός ποιητής του αρματολισμού - ένας από τους πιο διακεκριμένους Επτανήσιους ποιητές του 19ου αιώνα και πολιτικός.