Το λέει ο πετροκότσυφας στο δροσερό τ᾿ αυλάκι,
το λεν στα πλάια οι πέρδικες, στην ποταμιά τ᾿ αηδόνια,
το λεν στ᾿ αμπέλια οι λυγερές, το λέν με χίλια γέλια,
το λέει κ᾿ η Γκόλφω η όμορφη, το λέει με το τραγούδι:
– Αμπέλι μου, πλατύφυλλο και καλοκλαδεμένο,
δέσε σταφύλια κόκκινα, να μπω να σε τρυγήσω,
να κάμω αθάνατο κρασί, μοσκοβολιά γιομάτο.
Μες στα κατώγια τα βαθιά σαν μόσχο να το κρύψω,
να το φυλάξω ολάκαιρες χρονιές, ακέριους μήνες,
ώσπου να ῾ρθεῖ μίαν άνοιξη, νάρθει ένα καλοκαίρι,
να γύρει από τη μακρινή την ξενιτιά ο καλός μου.
Να κατεβώ μες στην αυλή, να πιάκω τ᾿ αλογό του,
να τον φιλήσω αγκαλιαστά στα μάτια και στο στόμα,
να τον κεράσω, αμπέλι μου, τ᾿ αθάνατο κρασί σου,
της ξενιτιάς τα βάσανα να παν, να τα ξεχάσει.
Αντλώντας τη δύναμη και την ορμή από το πρότυπο του, τον στίχο του δημοτικού τραγουδιού, ο στίχος του Κρυστάλλη έχει μια τεχνική προσωπική.
Ο Κωστής Παλαμάς με τη δική του κριτική ματιά αναφέρει:«Στα ποιήματα του Κρυστάλλη πλέκουν στίχοι της δημώδους ποιήσεως και στίχοι δημώδεις του ποιητή· δύσκολα ξεχωρίζουνται αυτοί από εκείνους ·κατά τρόπον τοιούτον ο ποιητής συχνά συναρμόζει τα άσματα του, όμοια προς ανθοδέσμες των οποίων τα άνθη και τα φύλλα, στίχοι του λαού και στίχοι κατά τον λαόν, στενώς αναμιγνύονται, ώστε να απαρτίζουν μακρόθεν ένα αδιαχώριστον σύνολον».