Με δεδομένο το ότι, η σχολική επίδοση διαμορφώνει άμεσα τη γνώση του παιδιού για τον εαυτό του, για τις ικανότητες και τις δυνατότητες που έχει, το άγχος που κυριαρχεί μέσα του, δημιουργεί μια αρνητική αυτοεικόνα και μειώνει συνεχώς τα εσωτερικά κίνητρα του παιδιού. Το άγχος επηρεάζει απόλυτα τις γνωστικές ικανότητες του παιδιού, το οποίο αδυνατεί να απομνημονεύσει και να επεξεργαστεί δεδομένα. Ως αποτέλεσμα το παιδί το ίδιο, ενεργοποιεί το μοναδικό μηχανισμό άμυνας του, που είναι η αποφυγή από οποιοδήποτε ερέθισμα του προκαλεί δυσφορία και αρνητικά συναισθήματα.
Σε αυτή την περίπτωση το παιδί αποστρέφεται τη γνώση, την επαφή με τα βιβλία, το σχολικό περιβάλλον, τους καθηγητές και τέλος, αποξενώνεται από τους ίδιους τους συμμαθητές του. Σε περίοδο όπου καλείται να εξετασθεί, διακατέχεται από το «άγχος εξέτασης» , το οποίο πηγάζει από το φόβο του μαθητή για την επερχόμενη αποτυχία του. Έτσι, υιοθετεί τη στάση της «μαθημένης αβοηθησίας», δηλαδή, αποστασιοποιείται και απέχει από τη δοκιμασία, την εξέταση, το διαγώνισμα, θεωρώντας, πως με αυτό τον τρόπο θα αποφύγει την πιθανή έκθεση των μειωμένων του ικανοτήτων απέναντι στους καθηγητές και τους συμμαθητές του. Απαρνείται το ενδεχόμενο πιθανής επιτυχίας του, ενώ παράλληλα πιστεύει πως, οποία προσπάθεια και αν καταβάλλει ο ίδιος, δεν είναι σε θέση να αλλάξει το αποτέλεσμα. Μέσα του δημιουργείται θυμός, ανησυχία, ένταση , η οποία αυξάνεται από το παράλληλο άγχος των γονέων για σχολική πρόοδο και μετέπειτα επαγγελαμτική επιτυχία. Οι γονείς όσο και να θέλουν να επιλυθεί το πρόβλημα των παιδιών τους, θεωρούν πως ο κύριος αρμόδιος για αυτό το σκοπό είναι το σχολείο, όπου και επιρρίπτουν όλο το βάρος της ευθύνης.
Σε ένα περιβάλλον, όπου κύριο μέλημα των παιδιών είναι η αποδοχή από τους
συνομιλήκους τους, η κοινωνική τους προσαρμογή αναστέλλεται από το φόβο και την
ανησυχία που νιώθουν, μήπως και κριθούν ή απορριφθούν από τους συνομίληκούς
τους λόγω της μειωμένης σχολικής τους απόδοσης. Θεωρούν κριτήριο για τις
διαπροσωπικές τους σχέσεις την επίδοση τους στο σχολείο. Η οποία αντί να
προκαλεί συναισθήματα ικανοποίησης και αυτοπεποίθησης στο παιδί, αντιθέτως
λειτουργεί ως διελκυστίνδα στη μάχη επικράτησης μεταξύ καλών, αναγνωρίσιμων
μαθητών και μαθητών που έχουν χαμηλή απόδοση.
Καθώς αναφέραμε, πως τα άτομα με μαθησιακές δυσκολίες αισθάνονται
συναισθηματική ένταση όταν καλούνται να δοκιμαστούν και να εκθέσουν τις
αδυναμίες τους σε κοινή θέα,συνήθως αποφεύγουν να προβάλλονται μπροστά σε
κοινό όπου δοκιμάζονται ή γίνονται φανερές οι προφορικές τους αδυναμίες.
Συμπεραίνουμε, λοιπόν, πως το στρες και το άγχος, κάνουν τα παιδιά με μαθησιακές
δυσκολίες να αισθάνονται τη διαφορετικότητα τους έναντι του συνόλου των
συνομιλήκων τους, γεγονός που σταδιακά οδηγεί στην περιθωριοποίηση τους.
Ωστόσο, όσα αναφέραμε, δε σημαίνει πως ισχύουν ως θεσμός για όλα τα παιδιά που
αντιμετωπίζουν μαθησιακές δυσκολίες και δυσλεξία. Το κάθε παιδί πρέπει να
θεωρείται ως μια ξεχωριστή μονάδα μελέτης, όπου ότι συμβαίνει μέσα του και ισχύει
για το ίδιο, δεν ισχύει για ένα άλλο παιδί ίδιας ηλικίας με κοινά χαρακτηριστικά
δυσκολίας. Κάθε παιδί φέρει στις πλάτες του, τη δική του «οικογενειακή ταυτότητα»,
η οποία το κατευθύνει, το επηρεάζει και σε ένα μεγάλο βαθμό το διαχωρίζει από άλλα
παιδιά με παρόμοιες δυσκολίες.
ΚΑΤΣΙΔΩΝΗ ΜΑΡΙΝΑ
Φιλόλογος-Ειδική Παιδαγωγός