Κοιμάτ' ακόμα, κι η γιορτή, νομίζεις, το προσμένει,
Κλειστό το καμαράκι του σα μπουμπουκάκι μένει,
Κοιμάτ' ακόμα.
Αλλά ο ήλιος το θωρεί από τη χαραμάδα
Και λες του κάνει μποναμά π' αφήνει μια λαμπράδα
εις το μικρό του στόμα.
Χρυσό ποτάμι αέρινο τρεμουλιασμένο χύνει
Απ' το παραθυράκι του ως τη λευκή του κλίνη,
Χρυσό ποτάμι,
Που σαν ξυπνήσει και το ιδεί στα σκότη, θα το πάρει
Για χάρισμα που άλλοτε κανείς με τόση χάρη
Δεν ήρθε να του κάμει.
Στο δρόμο μύρια χαρωπά παιδιά μαζί περνούνε,
Και παιγνιδάκια δείχνουνε και λένε και βροντούνε
Στο δρόμο μύρια.
Και λάμπει μεσ' τα χρόνια των η πρώτη του Γενάρη,
Σαν πεταλούδα πλουμιστή σε λουλουδιών κλωνάρι,
Γιορτή σε πανηγύρια.
Είναι η ώρα που ξυπνά. Γιατί κοιμάτ' ακόμα;
Τι όνειρο να το γελά στο μαλακό του στρώμα;
Ήρθεν η ώρα.
Τι όνειρο τόσα πολλά να του φερε παιγνίδια,
Όπου μ' εκείνα ξέχασε τη μάνα του την ίδια,
Και τα δικά της δώρα;
Πώς δεν ξυπνάει να τα ιδεί, ξεφωνητό να βγάλει,
Σαν το πουλάκι εμπροστά εις της αυγής τα κάλλη,
Πώς δεν ξυπνάει!
Εκείνο να τα χαιρετά, να τα φιλεί θα τρέχει,
Κι εμέ η καρδούλα κι από μια ευχούλα της θα έχει
Για κείνο να σκορπάει.
Πού να το ξέρει τι χαρές του έχω ετοιμάσει,
Τι προβατάκια, τι σπηλιές, το φουντωμένα δάση!
Πού να το ξέρει!
- Θεέ μου, κάμε ν' αγαπά του κόσμου σου τα κάλλη,
Γιατί με τέτοιον έρωτα θε να δοξάζει πάλι
Το ιδικό σου χέρι!
Εκεί σιμά του άφησα τ' ολόχρυσο βιβλίο
Που λέει για της πατρίδος του τ' αρχαίο μεγαλείο,
Εκεί σιμά του.
- Θεέ μου, κάμε άσβηστος απ' τη στιγμή εκείνη
Του έθνους και της προκοπής ο έρως ν' απομείνη
Στο νου και στη καρδιά του.
Θα τ' αγκαλιάσει το μικρό ξυλένιο τ' αλογάκι,
Κι εκείνη την απίστευτη χαρά, το παλατάκι,
Θα τ' αγκαλιάσει.
- Θεέ μου, κάμε όλ' η ζωή να του φανεί παλάτι,
Κι από τη λάσπη της μακριά στης αρετής το άτι
Καβάλα να περάσει.
Κοιμάτ' ακόμα, κι η γιορτή, νομίζεις, το προσμένει,
Κλειστό το καμαράκι του σα μπουμπουκάκι μένει,
Κοιμάτ' ακόμα.
Αλλά ο ήλιος σε μικρή γλιστρώντας χαραμάδα,
Σαν χάρισμα πρωτοχρονιάς, αφήνει μια λαμπράδα
Εις το μικρό του στόμα.
Το ποίημα " ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ" του Κωστή Παλαμά, δημοσιεύτηκε στην "Εστία" στις 2 Ιανουαρίου 1883 και είναι αφιερωμένο στον Ιανουάριο, επί της ουσίας αναφέρεται στην πρώτη μέρα του μήνα, που είναι και η πρώτη του χρόνου, όταν όλα τα παιδιά περιμένουν το αγιοβασιλιάτικο δώρο τους
ο ποιητής στο ποίημά του αναφέρεται στις σκέψεις, τον εσωτερικό διάλογο ενός γονιού, που βλέπει το παιδί του να κοιμάται, ενώ ο ίδιος ετοιμάζεται να του αφήσει το καθιερωμένο δώρο στο προσκεφάλι του.
Ευχόμαστε σε όλους
Ευτυχισμένη, Χαρούμενη Χρονιά
με Υγεία ,Αγάπη, Αισιοδοξία και Ανθρωπιά.